συναγωγη

συναγωγη
    συναγωγή
    συν-ᾰγωγή
    ἥ
    1) соединение, союз, связь
    

(ἀνδρὸς καὴ γυναικός Plat.)

    2) собрание, сборище
    

(ὄχλων Polyb.)

    3) собирание, сбор, уборка
    

(τοῦ σίτου Polyb.)

    4) набор, формирование
    

(στρατιᾶς Plat.)

    5) стягивание
    

σ. τοῦ προσώπου Isocr. — хмурость лица

    6) смыкание, закрывание
    

(τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)

    7) сокращение, уплотнение, сжатие
    

(τῆς ὕλης Arst.)

    8) сужение
    

συναγωγέν λαμβάνειν Diod. — суживаться

    9) подготовка, организация
    

(πολέμου Thuc.)

    10) сочетание, подбор
    

σ. τῶν ἀντικειμένων Arst. — подбор возражений

    11) синагога NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συναγωγη" в других словарях:

  • συναγωγή — a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • συναγωγή — η 1. συγκέντρωση, μάζεμα: Συναγωγή λέξεων. 2. άθροισμα ατόμων ή πραγμάτων: Στη συναγωγή μίλησε ο αρχηγός τους. 3. τόπος συνάθροισης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων, η χάβρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγή — συναγωγή , συναγωγή a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγαῖς — συναγωγή a bringing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγαί — συναγωγή a bringing together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγήν — συναγωγή a bringing together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῶν — συναγωγή a bringing together fem gen pl συναγωγός bringing together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»